ξεσκαλίζω

ξεσκαλίζω
μετ.
1) откапывать, выкапывать; 2) рыться (в чём-л.); обшаривать, искать (что-л.); 3) ворошить (тж. перен. ): шевелить, трогать;

§ άφησε τα μην τα ξεσκαλίζεις — оставь всё это, не надо трогать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεσκαλίζω" в других словарях:

  • ξεσκαλίζω — ξεσκαλίζω, ξεσκάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκαλίζω — ξεσκάλισα, εξετάζω, ερευνώ πάλι, ανασκαλεύω, ανακινώ: Μην τα ξεσκαλίζεις και βρομούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»